-
1 μεταστένω
A lament afterwards,ἄτην δὲ μετέστενον Od.4.261
; μὴ μεταστένειν πόνον (Sch.; πόνων codd.) A.Eu.59;τῆς παλαιᾶς διαίτης ἑαυτούς Ph.1.209
.II [voice] Med., lament after or next, (lyr.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > μεταστένω
См. также в других словарях:
μεταστένω — (Α) (ενεργ. και μέσ.) θρηνώ ή κλαίω για κάτι ή μετά από κάτι («μὴ μεταστένειν πόνον», Αισχύλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < μετ(α) * + στένω (< στένω «στενάζω, θρηνώ»), πρβλ. κατα στένω, περι στένω] … Dictionary of Greek